- κουρητικος
- κουρητικόςὅ (sc. πούς) стих.1) кретик (стопа _U_)2) = paeon tertius (стопа UU_U)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κουρητικός — κουρητικός, ή, όν, θηλ. και κουρῆτις, ιδος (Α) [Κουρήτες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κουρήτες («γῆ Κουρῆτις», Στράβ.) 2. (στη νεοπλατωνική θεολογία) λειτουργός 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κουρητικός (ενν. πους) ο κρητικός μετρικός πους: υυ υ … Dictionary of Greek
κουρητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρητικά — κουρητικός of neut nom/voc/acc pl κουρητικά̱ , κουρητικός of fem nom/voc/acc dual κουρητικά̱ , κουρητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρητικῶν — κουρητικός of fem gen pl κουρητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρητικόν — κουρητικός of masc acc sg κουρητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρητικῆς — κουρητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρητικῇ — κουρητικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρητική — κουρητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρητικήν — κουρητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρήτις — κουρῆτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. κουρητικός … Dictionary of Greek
κουρητικάς — κουρητικά̱ς , κουρητικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)